ἀδελφοπρεπῶς

ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφοπρεπῶς
as befits a brother
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδελφοπρεπώς — ἀδελφοπρεπῶς επίρρ. (Α) όπως ταιριάζει σε αδελφό, με αδελφική αγάπη και τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + πρεπὴς < πρέπει (πρβλ. ανδροπρεπής)] …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”